ηγεμονομήτωρ

ηγεμονομήτωρ
η
μητέρα ηγεμόνα ή βασιλιά, η βασιλομήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, -όνος + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. βασιλο-μήτωρ, Θεο-μήτωρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”